- ἐκάη
- καίωkindleaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καήλα — και καΐλα, η 1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο 2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας 3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός 4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια 5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) +… … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
φλογίζω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω 2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «τού φλογισμένου απείρου», Μαλακ. β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.) νεοελλ. 1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή 2. παθ. φλογίζομαι α) (για την επιδερμίδα)… … Dictionary of Greek